Μία από τις 49 Παραμυθοκάρτες-Ιστορίες από Καμβά περιλαμβάνουν τον πίνακα του Σαλβαντόρ Νταλί «Η εμμονή της Μνήμης». Σε ένα άλλο σετ, το Παραμυθοκάρτες_Ιστορίες από το Νησί της Φαντασίας, εκδόσεις Κίτρινο Πατίνι, υπάρχουν κάρτες που κρύβουν πειρατές, γοργόνες, χάρτες που οδηγούν σε χαμένους θησαυρούς, τηλεσκόπια και θαλασσινά παλάτια. Κι έρχεται ένα μέιλ από τη νηπιαγωγό Γαρυφαλιά Τεριζάκη που αποδεικνύει πως όλα αυτά μπορούν να χωρέσουν σε ΜΙΑ ιστορία, που δεν μοιάζει με καμία, που λέει και το τραγούδι!
Είμαι ενθουσιασμένη με τη δουλειά τους, με τους ρόλους που έπλασαν για το θεατρικό τους, για το κουκλοθέατρο που ετοιμάζουν, αλλά και για τις ζωγραφιές τους. Χίλια μπράβο σε όλους σας!
1ο Νηπιαγωγείο Γαργαλιάνων
1ο Πρωινό Τμήμα
Υπεύθυνη Νηπιαγωγός: Γαρυφαλιά Τεριζάκη
Με αφορμή τον πίνακα του Σαλβαντόρ Νταλί «Η Εμμονή της μνήμης» (ή, αλλιώς, τα λιωμένα ρολόγια) δημιουργήσαμε με τα παιιδά μια ιστορία, λαμβάνοντας υπόψιν τις λειτουργίες του παραμυθιού, σύμφωνα με τις οδηγίες των Παραμυθοκαρτών που δημιούργησε ο Μάνος Κρόκος και εικονογράφησε η Λιάνα Δενεζάκη. Ο χάρτης μας, λοιπόν, για την δημιουργία της ήταν τα 7 στοιχεία του παραμυθιού:
Ήρωας, Τόπος, Σκοπός, Εμπόδιο, Βοηθός, Μαγικό Αντικείμενο και Τέλος.
Συγχαρητήρια στους μικρούς μας μυθοπλάστες και εικονογράφους!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής που τον έλεγαν Θανάση. Είχε ένα μεγάλο όνειρο: να βρει ένα θησαυρό! Ο πατέρας του του είχε αφήσει έναν χάρτη μέσα στο σεντούκι που είχε στο αμπάρι του καραβόσπιτού του και περίμενε να έρθει η στιγμή που θα είναι έτοιμος για να ξεκινήσει το ταξίδι του.
Ένα πρωί ξύπνησε και ένιωσε πολύ έτοιμος! Σάλπαρε, λοιπόν, για να κυνηγήσει το όνειρό του, ακολουθώντας τον χάρτη. Μετά από πολλές μέρες ταξιδιού σταμάτησε για λίγο να ξεκουραστεί στην «πολύχρωμη θάλασσα». Δεν ήξερε γιατί λέγεται έτσι αλλά μετά από λίγο το έμαθε επειδή εμφανίστηκε μπροστά του μία όμορφη γοργόνα. Καθόταν σ΄ ένα βράχο. Είχε ξανθά μαλλιά και πολύχρωμη ουρά. Κάθε φορά που έπεφτε στη θάλασσα αυτή γινόταν πολύχρωμη από τα χρώματα που είχε η ουρά της.
Πλησίασε την πλώρη του καραβιού του και τον ρώτησε:
-
Για που τό ’βαλες όμορφε πειρατή και πως σε λένε;
-
Πάω να κυνηγήσω το όνειρό μου και να βρω έναν θησαυρό! Με λένε Θανάση και αυτός είναι ο παπαγάλος μου. Μοιάζετε πολύ! Είστε και οι δύο πολύχρωμοι. Εσένα πως σε λένε;
-
Μεταξένια είναι το όνομά μου.
-
Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου αλλά πρέπει να συνεχίσω το ταξίδι μου και να κυνηγήσω το όνειρό μου. Θα γυρίσω κάποια στιγμή όμως πάλι κοντά σου. Γεια σου όμορφη γοργόνα.
-
Να πας στο καλό και να προσέχεις αγαπημένε μου πειρατή.
Ο πειρατής Θανάσης συνέχισε το ταξίδι με το καραβόσπιτό του. Δεν είχε πάρει χαμπάρι όμως τρία λιοντάρια που τον κυνηγούσαν. Είχαν πτερύγια και δόντια καρχαρία και νύχια κοφτερά σαν μαχαίρια. Τον είχαν περικυκλώσει. Έβγαλε το χρυσό του σπαθί με τα πολλά φωτάκια και άρχισε να τα πολεμάει. Τα φωτάκια ζάλιζαν τα λιοντάρια αλλά δεν μπορούσε να τα νικήσει. Ήταν πολύ δυνατά και άγρια. Φώναζε για να τα τρομάξει αλλά δεν τα κατάφερνε.
Τον άκουσε η Μεταξένια και έτρεξε αμέσως κοντά του. Με μία απότομη κίνηση που έκανε η γοργόνα με την ουρά της πάγωσε τα λιοντάρια και έγιναν ένα με τα κύματα που σήκωσε. Ο πειρατής έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Δεν ήξερε ότι η ουρά της είχε μαγική δύναμη!
-
Σ’ ευχαριστώ λατρεμένη μου γοργόνα! Σου χρωστάω τη ζωή μου και το όνειρό μου! Πρέπει όμως να συνεχίσω το ταξίδι μου για να βρω τον θησαυρό. Θα σε ξαναβρώ!
Μετά από λίγη ώρα ακολουθώντας τον χάρτη, βγήκε στην ακτή, σε ένα μέρος που λεγόταν «η εμμονή της μνήμης». Έκανε πάρα πολλή ζέστη και η άμμος έκαιγε πολύ. Ευτυχώς που φορούσε μπότες.. Δεν πίστευε στα μάτια του με αυτό που αντίκρυσε! Ήταν ένα πολύ ασυνήθιστο τοπίο. Υπήρχαν λιωμένα ρολόγια – σαν τυριά- παντού. Άλλο κρεμόταν από ένα ξερό δέντρο, άλλα ήταν ακουμπισμένα σε έναν πάγκο, άλλο σε έναν βράχο. Κάποιο ρολόι, μάλιστα, το έτρωγαν μυρμήγκια.
Φοβήθηκε λίγο … Θυμήθηκε όμως ότι είναι πειρατής και δεν έπρεπε να φοβάται. Άρχισε να ψάχνει για το σεντούκι με το θησαυρό. Έψαξε στα βράχια, κάτω από το τραπέζι, πίσω από το δέντρο, τίποτα. Έσκαψε στην άμμο, τίποτα. Μετά από πολλή ώρα και αφού είχε γίνει μούσκεμα από την πολλή ζέστη έψαξε κάτω από τον βράχο που έμοιαζε με το κεφάλι ενός ζωγράφου, του Σαλβαδόρ Νταλί. Εκεί από κάτω, βρήκε το σεντούκι με τον θησαυρό! Το φύλαγε όμως ένα φίδι. Το φίδι τον απείλησε, αλλά έβγαλε αμέσως το φωτεινό του σπαθί και εκείνο ζαλίστηκε με τα πολλά φωτάκια. Έτσι ο Θανάσης του έδωσε μια και το νάρκωσε για τα καλά. Θα ξύπναγε το επόμενο καλοκαίρι!
Όταν άνοιξε το σεντούκι τα μάτια του λαμπύρισαν από τους πολλούς θησαυρούς:
Ρουμπίνια, διαμάντια, χρυσά φλουριά, σμαράγδια, ένα στέμμα και ένα χρυσό κολιέ. Και πιο κάτω ήταν ένα περίεργο, πανέμορφο βραχιόλι με 7 πέτρες στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Σκέφτηκε ότι θα το χάριζε στην αγαπημένη του γοργόνα, όταν την έβλεπε ξανά, μαζί με το στέμμα.
-
Είμαι περήφανη για σένα πειρατή μου!» Είπε η γοργόνα, που είχε ήδη έρθει μέχρι εκεί για να του κάνει έκπληξη! Ξαφνιάστηκε γιατί δεν είχε καταλάβει ότι ήταν εκεί!
-
«Αγαπημένη μου γοργόνα! Αυτό είναι για σένα» της είπε και της φόρεσε το βραχιόλι. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή έγινε κάτι μαγικό! Η Μεταξένια τινάχτηκε και η ουρά της εξαφανίστηκε. Είχε γίνει πια μια κανονική πεντάμορφη γυναίκα.
-
Τι όμορφη που είσαι! Αυτό το στέμμα είναι δικό σου. Θέλεις να γίνεις η βασίλισσά μου και να ταξιδεύουμε για πάντα οι δυο μας με το καραβόσπιτό μου;
-
Με μεγάλη μου χαρά αγαπημένε μου πειρατή! Θα σε ακολουθήσω όπου και αν πας.
Κι έτσι, ο Θανάσης με την Μεταξένια ξεκίνησαν (ή μάλλον συνέχισαν) τα ταξίδια σε όλες τις θάλασσες του κόσμου για να τον γνωρίσουν.
Και έζησαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα!
Και έκαναν αυτοί ταξίδια μακρινά αλλά εμείς μακρύτερα!
Και έκαναν αυτοί καλά παιδιά αλλά …
εμείς είμαστε ΚΑΛΥΤΕΡΑ!