Ο Aρθούρος Ρεμπώ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1854 στην Σαρλεβίλ, μία μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας. Ο πατέρας του απών. Τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που περνούσε στο σπίτι, τον αφιέρωνε στη συγγραφή. Η αυστηρή μητέρα του, «το σκιερό στόμα» όπως την αποκάλεσε ο Αρθούρος Ρεμπώ, θεωρούσε τη λογοτεχνία ανώφελη.
Ο ίδιος υπήρξε μελετηρό παιδί. Κέρδισε πολυάριθμα αριστεία, βραβεία και επαίνους για τις μαθητικές του επιδόσεις. Διακρίθηκε σε διαγωνισμούς, ενώ όλες οι εργασίες του δημοσιεύονταν σε εφημερίδες της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Κι όμως αυτός ο άριστος μαθητής ήταν ταυτόχρονα και ένας άξεστος, αναιδής τύπος που έμπλεκε διαρκώς σε βίαια επεισόδια. Η γράβατα που φορούσε στο λαιμό του ήταν ένα φθαρμένο λουρί κάποιας χαλασμένης χειραποσκευής. Κυκλοφορούσε αχτένιστος και άπλυτος. Έπινε μανιωδώς αψέντι κι είχε εραστή. Λάτρεψε τη λογοτεχνία, όμως την εγκατέλειψε οριστικά στα είκοσί του χρόνια.
Ταξίδεψε σε δεκατρείς χώρες. Έζησε ως εργάτης, παιδαγωγός, επαίτης, ναυτικός, εξερευνητής, εξαγωγέας καφέ, αργυραμοιβός, μπλέχτηκε ακόμα και σε λαθρεμπόριο όπλων.
Ολόκληρη η ύπαρξή του καθορίστηκε από τη βαθιά πεποίθηση πως «η ηθική είναι η αδυναμία του εγκεφάλου» ενώ η κάθε του πράξη υπονόμευε και χλεύαζε τις κοινωνικές συμβάσεις.
Δε συμβαίνει συχνά ένας άνθρωπος, μέχρι τα είκοσί του, να επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό την τέχνη. Θεωρείται από τους «πατέρες» του μοντερνισμού. Ο τρόπος της γραφής του, αλλά και η ζωή του άσκησαν σημαντική επιρροή στους Γάλλους υπερρεαλιστές και άλλους σημαντικότατους δημιουργούς. Άφησε τα σημάδια του στα έργα του Πάμπλο Πικάσο, του Τζιμ Μόρισον, του Μπομπ Ντίλαν και πολλών ακόμα.
Εγώ τον γνώρισα μέσα από την αγάπη του Μάνου για τα ποίηματά του, και θέλω να μοιραστώ στο μπλογκ μου (γιατί, πλέον, έχω κι εγώ μπλογκ!) μερικούς από τους στίχους του, που ξεχωρίζω. Από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη, Δεύτερη Γραφή, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία 1976:
Σε χρυσό σκαλάκι ανεβασμένος – μέσ’ από πράσινα βελούδα, σιρίτια μεταξένια, θαμπά τούλια και δίσκους από κρύσταλλο που όσο παν σκουραίνουν ίδια μπρούντζος μες στον ήλιο – κοιτάω κείνο τ’ άνθθος που ανοίγει δάχτυλα τα πέταλά του, πάνω σ’ ένα χαλί ολοκέντητο μ’ ασήμι, μάτια και λυτά μαλλιά.
Σπαρμένα στον αχάτη χρυσοκίτρινα νομίσματα, στήλες από κοκκινόξυλο στηρίζοντας ψηλά θόλο σμαράγδινο, δέσμες άσπρο ατζάλι και λεπτούτσικες βέργες ρουμπινένιες αγκαλιάζουν ολούθε το υδάτινο τριαντάφυλλο.
Ίδια θεός που ’ν’ από χιόνι κι έχει πελώρια μάτια γαλανά, θάλασσα κι ουρανός ανεβάλουζε πάνω στους μαρμάρινους εξώστες πλήθος τα νέα γερά τριαντάφυλλα.